- πόνος
- Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο ερέθισμα δηλαδή προκαλεί στην περιφέρεια μια εκφόρτωση ερεθισμάτων που, ακολουθώντας ειδικές νευρικές ίνες, φτάνουν στο μεσεγκέφαλο και στη συνέχεια στον οπτικό θάλαμο όπου, κατά ορισμένους συγγραφείς, ο π. θα γινόταν αντιληπτός λαμβάνοντας τα ειδικά δυσάρεστα χαρακτηριστικά του· ο οπτικός θάλαμος με τη σειρά του συνδέεται με το φλοιό του εγκεφάλου, που μεριμνά για την τοπογραφική, ποιοτική και ποσοτική εκτίμηση του αισθήματος, ενώ στο μετωπιαίο λοβό, που κι αυτός βεβαίως συνδέεται με τον οπτικό θάλαμο, καθορίζεται η συγκινησιακή αξία του πόνου και η σχέση του με την προσωπικότητα του ατόμου.
* * *ο, ΝΜΑ1. οδυνηρό αίσθημα που οφείλεται σε έντονο ερεθισμό τών αισθητικών ή κεντρομόλων νευρικών απολήξεων, σωματικό άλγος από νόσημα και γενικά από ανώμαλη κατάσταση ενός μέρους τού ζωικού οργανισμού (α. «πόνος στην καρδιά» β. «δύο πόνων ἅμα γενομένων, μὴ κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον, ὁ σφοδρότερος ἀμαυροῑ τὸν ἕτερον», Ιπποκρ.)2. θλίψη, στενοχώρια (α. «από τον πόνο που το λογισμό μου θολώνει», Παλαμ.β. «πόνος πόνῳ πόνον φέρει», Σοφ.)3. διακαής ερωτική επιθυμία, καημός (α. «μέ συνεπήρε ο πόνος... κι αρπαχτικά τήν πιάνω και τήν φίλησα», Κρυστ.β. «ἄνοιξον, ἀσπάζου μεδιά τοί σε πόνους ἔχω», Αριστοφ.)4. στον πληθ. οι πόνοιτα βάσανα, οι ψυχικές ταλαιπωρίεςνεοελλ.1. ιατρ. εμπειρία σχετιζόμενη με κάκωση ή άλλον τύπο βλάβης τού σώματος, εμπειρία που εξασφαλίζει την αποφυγή βλαπτικών παραγόντων και έτσι συντελεί στην προστασία τού οργανισμού2. αίσθημα συμπάθειας, οίκτος, συμπόνοια3. (συν. με ειρωνική έννοια) ιδιαίτερο ενδιαφέρον («τώρα σέ πήρε ο πόνος για τον πατέρα σου»)4. στον πληθ. οι πόνοιοι ωδίνες τού τοκετού5. φρ. «καθένας με τον πόνο του» — καθένας σκέφτεται τα δικά του βάσανα6. παροιμ. α) «ξένος πόνος όνειρο» — τα ξένα δυστυχήματα είναι σαν να μην υπάρχουνβ) «όποιος κρύβει τον πόνο του πάει με δαύτονόσοι που δεν εξωτερικεύουν τη λύπη τους φθείρονται από αυτήναρχ.1. κοπιώδης εργασία, κόπος, μόχθος («Θρῄκην περάσαντες... πολλῷ πόνῳ», Αισχύλ.)2. ο κόπος τής μάχης3. η μάχη («ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ὁ πολέμαρχος [Καλλίμαχος] διαφθείρεται», Ηρόδ.)4. γυμναστικός αγώνας5. καταβολή πνευματικής προσπάθειας, διανοητικός κόπος6. ασχολία, δουλειά («σῶμα γάρ... κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγεν», Ομ. Οδ.)7. εγχείρημα, επιχείρηση8. τα χρήσιμα για εργασία εφόδια9. ο τόπος όπου ασκεί κάποιος το επάγγελμα10. οτιδήποτε παράγεται με εργασία, έργο11. (με ειδ. σημ.) τέκνο («ἣ δὲ τὸν ἑμὸν ὠδίνων πόνον μαστοῖς ὑφεῖτο», Ευρ.)12. (σε προσωποποίηση) ὁ Πόνοςμυθικό πρόσωπο, γιος της Έριδος13. στον πληθ. τα οφέλη από την εργασία, τα κέρδη14. φρ. α) «πόνον τίθημί τινι»i) βάζω κάποιον σε κόποii) παρακινώ κάποιον σε μάχηβ) «πόνον λαμβάνω» — καταπονούμαιγ) «πόνον ἔχω»i) (για έργο) απαιτώ την καταβολή κόπουii) μάχομαιδ) «εἰνάλιος πόνος» — ο μόχθος τής αλιείας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα πον-τής ρίζας τού ρ. πένομαι (βλ. και λ. πένομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.